- νοεμβριανός
- η , ό[ν] ноябрьский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νοεμβριανός — ή, ό [Νοέμβριος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Νοέμβριο ή αυτός που γίνεται κατά τον Νοέμβριο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Νοεμβριανά οι κατά την 17η Νοεμβρίου 1916 συγκρούσεις τμήματος τού ελληνικού στρατού και επιστράτων με… … Dictionary of Greek